τερψάσκηση

τερψάσκηση
η, Ν
άσκηση που γίνεται για τέρψη, σε αντιδιαστολή προς αυτήν που έχει αγωνιστικό χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψ- τού τέρπω* (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + άσκηση. Η λ., στον λόγιο τ. τερψάσκησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”